- μονόρρυθμος
- μονόρρυθμος, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῑν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον-ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο)-* + ῥυθμός (πρβλ. εύ-ρυθμος)].
Dictionary of Greek. 2013.